- καδοποιός
- κᾰδοποιός, όν,A making pails or vessels, Sch.Ar.Pax1202.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καδοποιός — making pails masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδοποιός — ο (Α καδοποιός, όν) αυτός που κατασκευάζει κάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο ποιός, υποδηματο ποιός] … Dictionary of Greek
καδοποιός — ο κατασκευαστής κάδων: Αγοράσαμε έναν κάδο από τον καδοποιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
καδοποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κάδων, βαρελάδικο, βουτσάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek